- πυρολουσίτης
- ο(ορυκτ.), ανόργανη χημική ένωση, διοξείδιο του μαγγανίου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πυρολουσίτης — ο, Ν (ορυκτ.) σύνηθες ορυκτό οξείδιο τού μαγγανίου που αποτελεί σημαντικό μετάλλευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyrolusite < γερμ. Pyrolusit < pyro (< πυρ) + lusit (< λούσις < λούω). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν.… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
μαγγάνιο — Χημικό στοιχείο, με σύμβολο Mn. Ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 25, ατομική μάζα 54,94 και ένα σταθερό ισότοπο με μαζικό αριθμό 55. Είναι ένα από τα στοιχεία μεταπτώσεως. Το μ. είναι μέταλλο… … Dictionary of Greek
μετάλλευμα — Ορυκτό που συνήθως περιέχει διάφορα μέταλλα σε αρκετή ποσότητα, ώστε να παρουσιάζει βιομηχανικό ενδιαφέρον. Η χρήση των μ. από τη βιομηχανία προϋποθέτει την κατάλληλη κατεργασία (φυσική, χημική ή θερμική). Τα μέταλλα που συγκροτούν τα μ.… … Dictionary of Greek
Λεκλανσέ, Ζορζ — (Georges Leclanché, Παρίσι 1839 – 1882). Γάλλος μηχανικός. Το 1866 ο Λ. εφηύρε το ηλεκτρικό στοιχείο, που έλαβε το όνομά του και το οποίο αποτελείται από πλάκες ή ράβδους ψευδαργύρου και από έναν κύλινδρο που περιέχει μείγμα άνθρακα και… … Dictionary of Greek
Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… … Dictionary of Greek